- οικειοπραγώ
- οἰκειοπραγῶ, -έω (Α)μεριμνώ, φροντίζω για τις υποθέσεις που μέ αφορούν.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -πραγῶ (< θ. πραγ- τού πράττω, πρβλ. πέ-πραγ-α), πρβλ. δικαιο-πραγώ, ματαιο-πραγώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.